δυσαρεστία

δυσαρεστία
δυσαρεστία, η (AM)
1. στενοχώρια
2. (ως ιατρ. όρος) δυσφορία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δυσαρεστίᾳ — δυσαρεστίᾱͅ , δυσαρεστία distress fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαρεστίας — δυσαρεστίᾱς , δυσαρεστία distress fem acc pl δυσαρεστίᾱς , δυσαρεστία distress fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαρεστίαι — δυσαρεστίᾱͅ , δυσαρεστία distress fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαρεστίαν — δυσαρεστίᾱν , δυσαρεστία distress fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαρέστηση — η (AM δυσαρέστησις) νεοελλ. το να δυσαρεστείται κάποιος, η πρόκληση δυσφορίας αρχ. 1. δεινοπάθεια 2. δυσαρεστία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”